- καταπάτημα
- το (AM καταπάτημα) [καταπατώ]νεοελλ.η καταπάτησημσν.-αρχ.αυτό που καταπατείται, αυτό που ποδοπατείται («οὐκ ἀπέστρεψε χεῑρα αὐτοῡ ἀπὸ καταπατήματος», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπάτημα — that which is trampled under foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπατήματα — καταπάτημα that which is trampled under foot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπατήματι — καταπάτημα that which is trampled under foot neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπατήματος — καταπάτημα that which is trampled under foot neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԿՈԽԱՆ — ( ) NBH 1 1109 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 13c πάτημα, καταπάτημα conculcatio եւն. Նոյն ընդ Կոխ. գ. եւ ա. Կոխումն, եւ Կոխեալ. *Յարօտ գառին, եւ ʼի կոխան եզին. Ես. ՟Է. 25: *Խաշինք իմ զկոխան ոտից ձերոց ճարակէին.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿՈԽՈՒՄՆ — (խման.) NBH 1 1109 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 13c գ. πάτημα (լծ. թ. պասմա ). καταπάτημα conculcatio. որ եւ ԿՈԽ, ԿՈԽԱՆ. Կոխելն եւ կոխիլն (ըստ ամենայն նչ.) *Տալ, կամ առնել կամ լինել ʼի կոխումն. ՟Դ. Թագ. ՟Ժ՟Գ. 7: Ես. ՟Ի՟Բ. 18 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
τσαλαπάτημα — το, ατος 1. καταπάτημα, ποδοπάτημα, κλοτσοπάτημα. 2. μτφ., μεγάλη προσβολή, εξευτελισμός: Τσαλαπάτημα της προσωπικότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)